μονομερῶς
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
Greek (Liddell-Scott)
μονομερῶς: Ἐπιρρ., = κατὰ μονομέρειαν, Μακάρ. 208C.
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
μονομερῶς: Ἐπιρρ., = κατὰ μονομέρειαν, Μακάρ. 208C.