ἁψιδωτός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A vaulted, Gloss. 2 with tyres, τροχός Edict.Diocl. 15.32.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐδωτός: -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310.
Full diacritics: ἁψῑδωτός | Medium diacritics: ἁψιδωτός | Low diacritics: αψιδωτός | Capitals: ΑΨΙΔΩΤΟΣ |
Transliteration A: hapsidōtós | Transliteration B: hapsidōtos | Transliteration C: apsidotos | Beta Code: a(yidwto/s |
όν,
A vaulted, Gloss. 2 with tyres, τροχός Edict.Diocl. 15.32.
ἁψῐδωτός: -όν, ἐπὶ τροχοῦ κατασκευασθέντος ἐξ ἁψίδων, δηλ. καμπύλων τεμαχίων ξύλου, ἰδὲ Loring ἐν Hell. Jor. 11. σ. 310.