πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
[Seite 1214] τό, = θολός, vom Dintenfische, Eust.
θόλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.