θόλωμα

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source

German (Pape)

[Seite 1214] τό, = θολός, vom Dintenfische, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

θόλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 239. 55.

Greek Monolingual

το (Μ θόλωμα) θολώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θολώνω, η θόλωση, η θολούρα
μσν.
αλλοίωση του χρώματος, θάμπωμα.