νυκτώδης
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
ες, contr. for νυκτοειδής, Eust.1951.57.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ νυκτοειδής, Εὐστ. 195. 75.