θρησκεύσιμος
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
German (Pape)
[Seite 1218] zum Gottesdienste gehörig, Euseb.
Greek (Liddell-Scott)
θρησκεύσιμος: -ον, ἀνήκων εἰς τὴν λατρείαν, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 13.