καταπαγίως
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
German (Pape)
[Seite 1367] sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.
Greek (Liddell-Scott)
καταπᾰγίως: ἐπίρρ., συνεχῶς, διαρκῶς, μονίμως, πόλιν κ. οἰκεῖν Ἰσοκρ. ἐν Ἀντιδ. § 167.