ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
[Seite 241] neuerdings, neu vermehrt, Apoll. L. H.
νεοαύξητος: -ον, = νεαύξητος, Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμ.· νεοαυξής, ές, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νεοθρότοις.