νεαύξητος

From LSJ

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεαύξητος Medium diacritics: νεαύξητος Low diacritics: νεαύξητος Capitals: ΝΕΑΥΞΗΤΟΣ
Transliteration A: neaúxētos Transliteration B: neauxētos Transliteration C: neayksitos Beta Code: neau/chtos

English (LSJ)

νεαύξητον, Glossaria on νεαλδής, Sch.Opp.H.1.692.

Greek (Liddell-Scott)

νεαύξητος: -ον, ὁ νεωστὶ αὐξηθείς, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1. 692.

Greek Monolingual

νεαύξητος, -ον (Α)
αυτός που αυξήθηκε πρόσφατα, νεοαύξητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -αύξητος (< αὔξω), πρβλ. αναύξητος, δυσαύξητος].