στομίζομαι
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Full diacritics: στομίζομαι | Medium diacritics: στομίζομαι | Low diacritics: στομίζομαι | Capitals: ΣΤΟΜΙΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: stomízomai | Transliteration B: stomizomai | Transliteration C: stomizomai | Beta Code: stomi/zomai |
A take with the mouth, Aq.Jb.39.30.
στομίζομαι: ἀποθετ., λαμβάνω διὰ τοῦ στόματος, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθ.