ἐπαυχένιος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 907] auf dem Nacken; ζυγόν Pin. P. 2, 93; κυνάγχη Rhian. 8 (VI, 34).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαυχένιος: -ον, (αὐχὴν) ὁ ἐπὶ τοῦ αὐχένος ἢ περὶ τὸν αὐχένα, ἐπαυχένιος ζυγὸς Πινδ. Π. 2. 172· ἐπαυχένιον κυνάγχαν Ἀνθ. Π. 6. 34.