ἀμφορίτης

From LSJ
Revision as of 11:18, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_4)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφορίτης Medium diacritics: ἀμφορίτης Low diacritics: αμφορίτης Capitals: ΑΜΦΟΡΙΤΗΣ
Transliteration A: amphorítēs Transliteration B: amphoritēs Transliteration C: amforitis Beta Code: a)mfori/ths

English (LSJ)

[ῑ] ἀγών, ὁ, race

   A run by bearers of amphorae, and of which an amphora was prize, Call.Fr.80 (ap.Sch.Pi.O.7.156); ἀμφιφορίτης EM95.3.    II keptin ἀμφορεῖς, [ἔλαιον] PSI5.535.31 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφορίτης: ἀγὼν [ῑ], ὁ, ἀγὼν ἐν ᾧ οἱ ἀγωνιζόμενοι ἔτρεχον βαστάζοντες ἀμφορεῖς, τὸ δὲ ἆθλον ἦτο εἷς ἀμφορεύς, Καλλίμ. (Ἀποσπ. 80) παρὰ τῷ Σχολιαστῇ τοῦ Πινδ. Ο. 7. 156· πρβλ. Μυλλέρ. Αἰγινητ. Σ. 24, καὶ ἴδε τὴν λέξ. ὑδρία. - Ἐν τῷ Ἐτυμολ. Μ. 95. 3 εὕρηται καὶ ἀμφιφορίτης.