ἀνεύρυνσις
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dilatation, Gal.1.402; ἀρτηρίας Antyll. ap. Orib.45.24.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύρυνσις: -εως, ἡ, τὸ ἀνευρύνειν, ἡ διαστολή, ἐξ ἀνευρύνσεως ἢ ῥήξεως Γαλην. τόμ. 1. 228.