ἀκαταστασία
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ἡ,
A instability, anarchy, confusion, Stoic.3.99, Plb.1.70.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, etc.: pl., LXX Pr.26.28, D.H.6.31, 2 Ep.Cor.6.5. II unsteadiness, τοῦ σώματος Chrysipp.Stoic.3.121; ἀ. καὶ μανία Plb.7.4.8: pl., Man. 5.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταστᾰσία: ἡ, ἀστάθεια, ἀναρχία, σύγχυσις, Ἑβδ. (Παροιμ. κϛ΄, 28). Πολύβ. 1. 70, 1, Διον. Ἁλ. 6. 31, κτλ. ΙΙ. ἀστασία, Πολύβ. 7. 4. 8.