καταχρηστικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A misused, misapplied, of words and phrases, ὑπάκουσις Phld.Rh.1.89 S., cf. S.E. M.8.129. Adv. -κῶς by a misuse of language, Str.7.7.11, S.E.P.1.191, etc.; opp. κυρίως, D.T.632.24, Phld.Po.5.15, Ph.1.68: Comp. -ώτερον A.D. Synt.4.26, S.E.M.6.2. 2 serviceable, τὰ κ. καὶ συνεργατικὰ πρός τι Ptol. Tetr.80.
Greek (Liddell-Scott)
καταχρηστικός: ἡ, όν, κακῶς μεταχειριζόμενος, Ἐκκλ. ΙΙ. κακῶς μεταχειρισμένος, κακῶς ἐφαρμοζόμενος, ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 129.- Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ κακὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, οὐχὶ κυριολεκτικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 191˙ Συγκρ. = -ώτερον ὁ αὐτ. ἐν Μ. 6. 2.