χοιρικός
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ή, όν, late form for χοίρειος, condemned by EM775.33.
Greek (Liddell-Scott)
χοιρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς χοῖρον, ὁ τοῦ χοίρου, χοιρικὸς κόπρος Τζέτζ. εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 775, 33.