τυπικός
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
ή, όν,
A impressionable, Plu.2.442c; conforming to type (τύπος vii. 3), Gal. 7.471. Adv. -κῶς, νοσεῖν Ruf. ap. Orib.8.47.11. 2 typicum, = figuratum, Gloss.; τὰ τ. perh. seals on a will, PMasp.154v.20 (vi A. D.). 3 Adv. -κῶς by way of example, 1 Ep.Cor.10.11.
Greek (Liddell-Scott)
τυπικός: -ή, -όν, ὁ κατά τινα τύπον δυνάμενος νὰ κατασκευασθῇ ἢ ὁ ἐξειργασμένος κατὰ τὸν τύπον, Πλούτ. 2. 442C. 2) τυπικός, εἰκονικός, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ., -κῶς, κατὰ τύπον, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. τὸ τυπικόν, αὐτοκρατορικὸν διάταγμα, Βυζ.· - παρὰ τοῖς Ἐκκλ. βιβλίον ἐν ᾧ καθορίζονται τὰ τῆς λατρείας καὶ τῶν τελετῶν.