κοινοβιακός
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
German (Pape)
[Seite 1467] zum gemeinsamen, Klosterleben gehörig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κοινοβιακός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, ἀνήκων εἰς κοινόβιον, Βασίλ. ΙΙΙ. 1385Β, κλ.