ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
[Seite 1057] mit Seilen gebunden, gefesselt, Nicet.
σχοινόδετος: -ον, δεδεμένος διὰ σχοινίων, Νικήτ. Χρον. 86C, 200Α.