ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἀργῠροκέντητος: -ον, κεντητὸς δι’ ἀργυρῶν συρμάτων, χλανίδια ἀργυροκέντητα Κωνστ. Καισ. σ. 370.