πρωτόθυτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A gloss on πρωτόσφακτος, Sch.Lyc.329.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόθυτος: -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329.
Full diacritics: πρωτόθῠτος | Medium diacritics: πρωτόθυτος | Low diacritics: πρωτόθυτος | Capitals: ΠΡΩΤΟΘΥΤΟΣ |
Transliteration A: prōtóthytos | Transliteration B: prōtothytos | Transliteration C: protothytos | Beta Code: prwto/qutos |
ον,
A gloss on πρωτόσφακτος, Sch.Lyc.329.
πρωτόθυτος: -ον, ὁ πρῶτος θυσιασθείς, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 329.