μυελόομαι
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
Pass.,
A to be full of marrow, ὁλοκαυτώματα μεμυελωμένα LXX Ps.65(66).15.
Greek (Liddell-Scott)
μυελόομαι: Παθ., πληροῦμαι μυελοῦ, ὁλοκαύτωμα Ἑβδομ. (Ψαλμ. ΞΕ΄, 15).