κινώ
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
German (Pape)
[Seite 1441] οῦς, ἡ, dor. = κίνησις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κῑνώ: -οῦς, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κίνησις, Ἡσύχ.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
[Seite 1441] οῦς, ἡ, dor. = κίνησις, Hesych.
κῑνώ: -οῦς, ἡ, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κίνησις, Ἡσύχ.