ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.