ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
μαργέλλια: τά, εἶδος φοινικοδένδρου ἢ ὁ καρπὸς αὐτοῦ, ἴσως τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης κεφ. 9, μετὰ διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.