Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
adj.
P. ἄοπλος, P. and V. γυμνός, ψιλός, V. ἄσκευος, ἀτευχής, ἀσίδηρος (Eur., Bacch. 736).