τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
[Seite 585] τό, = περιόρθριον, Thuc. 2, 3.
ου (τό) :point du jour.Étymologie: περί, ὄρθρος.