μεγαλοψύχως
From LSJ
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
French (Bailly abrégé)
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.
πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once
adv.
avec magnanimité.
Étymologie: μεγαλόψυχος.