Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρότης: -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, ἀνδροσύνη, ἀνδρεία, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
c. ἁδροτής.
Étymologie: ἀνήρ.