καλλιέλαιος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
ἡ,
A garden olive, opp. ἀγριέλαιος, Ep.Rom. 11.24:—fem. καλλῐ-ελαία, ἡ, Arch.Pap.2.218 (iii/iv A.D.): as Adj., κ. ἐλαία PCair.Zen.125.3 (iii B. C.), Gp.9.8; φυτόν ib.9.10.6.