καλύπτω

From LSJ
Revision as of 22:22, 8 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλύπτω Medium diacritics: καλύπτω Low diacritics: καλύπτω Capitals: ΚΑΛΥΠΤΩ
Transliteration A: kalýptō Transliteration B: kalyptō Transliteration C: kalypto Beta Code: kalu/ptw

English (LSJ)

Ep. impf.

   A κάλυπτον Il.24.20: fut. -ψω A.Th. 1045: aor. ἐκάλυψα, Ep.κάλ- Il.23.693:—Med., fut. καλύψομαι (ἐγ-) Ael.NA7.12, (συγ-) Aristid.2.59J.: Ep. aor. καλυψάμην Il.3.141, al.:—Pass., fut. καλυφθήσομαι Paus.8.11.11, Aristid.1.130J., Gal. UP9.3, (δια-) D.11.13: aor. ἐκαλύφθην Od.4.402, E.Supp.531: aor.2 part. καλῠφείς CPR239.5 (iii A.D.): pf. κεκάλυμμαι Il.16.360, X.Cyr. 5.1.4, Aen.Tact.26.3: plpf. κεκάλυπτο Il.21.549.--Rare in Prose, exc. in compds. (Cf. κέλυφος, καλύβη, Lat. oc-culo, celo.)    I cover, freq. c. dat. instr., παρδαλέῃ . . μετάφρενον εὐρὺ κάλυψε Il.10.29; σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας 5.23 (but in 13.425, ἐρεβεννῇ νυκτὶ καλύψαι is to kill); simply, cover, μέλαν δέ ἑ κῦμα κάλυψεν 23.693; ἐπισκύνιον κάτω ἕλκεται ὄσσε καλύπτων 17.136; [πέτρον] περὶ Χεὶρ ἐκάλυψεν his hand covered, grasped a stone, 16.735; of death, τὼ . . τέλος θανάτοιο κάλυψεν 5.553; τὸν δὲ σκότος ὄσσε κάλυψεν 4.461,503, etc.; τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν 13.580; τὼ δέ οἱ ὄσσε νὺξ ἐκάλυψε μέλαινα 14.439; so τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε 17.591; ἑ πένθος ὀφθαλμοὺς ἐκάλυψε 11.250: freq. in Lyr. and Trag., ὅταν θανάτοιο κυάνεον νέφος καλύψῃ B.12.64; κ. Χθονὶ γυῖα, i.e. to be buried, Pi.N.8.38; but Χθονί, τάφῳ κ., bury, A.Pr.582 (lyr.), S.Ant.28; γῇ, Χέρσῳ, E.Ph.1633, Hel.1066: abs., καὐτὴ καλύψω A.Th.1045: rare in Prose, μὴ καλύπτειν τὰ δολοσχερέα τοῖς εἱματίοις SIG1218.7 (Ceos, v B.C.); of armour, protect, X. Eq.12.5:—Med., cover or veil oneself, ἀργεννῇσι καλυψαμένη ὀθόνῃσιν Il.3.141; κρηδέμνῳ δ' ἐφύπερθε καλύψατο 14.184; λευκοῖσιν φαρέεσσι καλυψαμένω (fem. dual) Χρόα καλόν Hes.Op.198: abs., καλυψάμενος δ' ἐνὶ νηῒ κείμην Od.10.53:—Pass., ἀσπίδι ταυρείῃ κεκαλυμμένος . . ὤμους Il.16.360; ἐν Χλαίνῃ κεκ. 24.163; Χαλκῷ, ἠέρι, 13.192, 21.549; οἰὸς ἀώτῳ Od.1.443; φρικὶ καλυφθείς, of the sea, 4.402: in Prose, τὸν νεκρὸν κεκαλυμμένον φερέτω σιγᾷ Michel995 C32 (Delph., v/iv B.C.); [βράγχια] καλυπτόμενα καλύμματι Arist.HA505a6; κεκαλυμμένος veiled IG5(2).514.10 (Lycosura).    2 hide, conceal, κεκαλυμμένοι ἵππῳ concealed in it, Od.8.503:—Act., Hippon.52, etc.; ἔξω μέ που καλύψατε S.OT1411, cf. Ev.Luc.23.30; κρυφῇ κ. καρδίᾳ τι S.Ant. 1254; σιγῇ κ. E.Hipp.712: metaph., ἐκάλυψας τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν LXXPs.84(85).2, cf. Ep.Jac.5.20.    3 cover with dishonour, throw a cloud over, σὺ μὴ κάλυπτε τὰς εὐδαίμονας ἔργοις Ἀθήνας ἀνοσίοις S. OC282.    II put over as a covering, πρόσθε δέ οἱ πέπλοιο πτύγμ' ἐκάλυψεν Il.5.315; τόσσην οἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω I will put mud over him, 21.321; ἀμφὶ Μενοιτιάδῃ σάκος εὐρὺ καλύψας 17.132; πρόσθεν δὲ σάκος στέρνοιο κάλυψε 22.313.