ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
[Seite 468] ion. = βοηθέω.
βωθέω: Ἰων. συνῃρ. ἀντὶ βοηθέω.
ion. c. βοηθέω.