ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
λάθω: [ᾰ], λᾰθών, μετοχ. τοῦ ἀορ. β΄ τοῦ ῥήμ. λανθάνω.
sbj. ao.2 de λανθάνω.