τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
η, ον :c. ὠμοβόειος;ἡ ὠμοβοέη (δορά) la peau de bœuf non tannée.Étymologie: ὠμός, βοῦς.