μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Κρήτη, ἡ.
A Cretan: Κρής, Κρητός, ὁ.
Cretan, adj.: Κρητικός, V. Κρήσιος. Fem. adj., Κρῆσσα.
In Cretan fashion: Κρητικῶς (Ar., Ecc. 1164).
Crētē: ēs, v. 1, Creta
I init.