Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
ădortus: and ădorsus, a, um, Part. of adorior.
adortus, a, um, part. de adorior.