λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Μηδία, ἡ.
A Mede: Μῆδος, ὁ.
Median, adj.: Μηδικός.
(1) Mēdĭa,¹² æ, f. (Μηδία), Médie [contrée de l’Asie] : Plin. 6, 114 ; Virg. G. 2, 126.(2) Mēdīa, æ, v. Medea.