πανημέριος
From LSJ
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
Dor. πᾰνᾱμ-, α, ον,
A all day long, agreeing with the subjects of Verbs, οἱ δὲ π. μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472, cf. 2.385, Od.12.24, Hes.Sc. 396, Thgn.1336, Cratin.142; ὅσσον τε πανημερίη . . νηῦς ἤνυσεν in a whole day's sail, Od.4.356, cf. 11.11; so σαίρω δάπεδον . . παναμέριος E.Ion122 (lyr.): neut. πανημέριον as Adv., = πανῆμαρ, Il.11.279. 2 of the whole day, π. χρόνος the livelong day, E.Hipp.369 (lyr.). II Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.