ἀπόναιο
From LSJ
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
ἀποναίατο,
A v. ἀπονίναμαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόναιο: ἀποναίατο, ἴδε ἀπονίναμαι.
English (Autenrieth)
see ἀπονίνημι.