δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
Φερένῑκος a racehorse belonging to Hieron. 1Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις (O. 1.18) στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ (cf. Bacch. 5. 37 & 184) (P. 3.74)