περισσός

From LSJ
Revision as of 00:01, 9 February 2013 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισσός Medium diacritics: περισσός Low diacritics: περισσός Capitals: ΠΕΡΙΣΣΟΣ
Transliteration A: perissós Transliteration B: perissos Transliteration C: perissos Beta Code: perisso/s

English (LSJ)

Att. περιττός, ή, όν, (from περί, as ἔπισσαι from ἐπί, μέτασσαι from μετά)

   A beyond the regular number or size, prodigious, δῶρα Hes.Th.399 (never in Hom.); μος Trag.Adesp.458.3; στάθμα, dub.sens., v. ἕλκω B. 3.    2 out of the common, extraordinary, strange, ἔ τι περισσὸν εἰδείη if he has any signal knowledge, Thgn.769; εἴ τι φρονεῖς καί τι περισσὸν ἔχεις Philisc.(PLG2.327); π. λόγος S.OT 841; ἄγρα E.Ba.1197(lyr.); πάθος Id.Supp.791 (lyr.); βίος οὐδὲν ἔχων π. ἀλλὰ πάντα σμικρά Antipho Soph.51; οὐ γὰρ π. οὐδὲν οὐδ' ἔξω λόγου πέπονθας E.Hipp.437; περισσότερα παθήματα Antipho 3.4.5; τὰ π. τῶν ἔργων καὶ τερατώδη Isoc.12.77; ἴδια καὶ π. Id.15.145 ; π. καὶ θαυμαστά Arist.EN1141b6 ; πρᾶξις π. Id.Pol.1312a27 ; οὐθὲν δὴ λέγοντες π. φαίνονταί τι λέγειν Id.Metaph.1053b3 ; τί π. ποιεῖτε; Ev.Matt.5.47; περιττοτάτη φύσις Arist.HA531a9 ; συνανθρωπίζον . . πάντων περισσότατον, of the dog, Ath.13.611c, cf. Clearch.24 ; in Literature, striking, τὸ περιττόν, as a quality of οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι, Arist.Pol.1265a11; τὰ σοφὰ καὶ τὰ π. refinements, Epicur.Fr.409 ; opp. κοινὸς καὶ δημώδης, Longin.40.2 (but also, elaborate, π. καὶ πεποιημένος Id.3.4 ; in bad sense, far-fetched, D.H.Pomp.2, Dem.56).    3 of persons, extraordinary, remarkable, esp. for great learning, π. ὢν ἀνήρ E.Hipp. 948 ; τοὺς . . π. καί τι πράσσοντας πλέον Id.Fr.788; δυστυχεῖς εἶναι τοὺς π. Arist.Metaph.983a2 ; π. γένος τῶν μελιττῶν Id.GA760a4 : freq. with the manner added, π. κατὰ φιλοσοφίαν Id.Pr.953a10; περὶ τὸν ἄλλον βίον περιττότερος somewhat extravagant or eccentric, Id.Pol.1267 b24; τῇ φύσει π. Id.HA622b6; κάλλει Plu.Demetr.2; ἐν ἅπασι Id.Dem. 3; τὴν ὥραν Alciphr.1.12 : c. inf., D.H.Comp.18.    4 c. gen., περισσὸς ἄλλων πρός τι beyond others in... S.El.155; θύσει τοῦδε περισσότερα greater things than this, AP6.321 (Leon.Alex.); περιττότερος προφήτου one greater than . ., Ev.Matt.11.9.    II more than sufficient, superfluous, αἱ π. δαπάναι X.Mem.3.6.6; περιττὸν ἔχειν to have a surplus, Id.An.7.6.31; οἱ μὲν . . περιττὰ ἔχουσιν, οἱ δὲ οὐδὲ τὰ ἀναγκαῖα . . Id.Oec.20.1 : c. gen., τῶν ἀρκούντων περιττά more than sufficient, Id.Cyr. 8.2.21; τὰ π. τῶν ἱκανῶν Id.Hier.1.19 : freq. in military sense, οἱ π. ἱππεῖς the reserve horse, Id.Eq.Mag.8.14; οἱ π. τῆς φυλακῆς ib.7.7; π. σκηναί spare tents, Id.Cyr.4.6.12 (but τοῖς περιττοῖς χρήσεσθαι their superior numbers, Id.An.4.8.11, cf. Cyr.6.3.20); τὸ π. the surplus, residue, Inscr. ap. eund.An.5.3.13 (but τὸ π. τοῦ Ἰουδαίου the advantage of the Jew, Ep.Rom.3.1); Ἁρπυιῶν τὰ π. their leavings, AP11.239 (Lucill.); τὸ π. τῆς ἡμέρας the remainder of the day, X.Eph.1.3; π. γράμματα supplementary provisions in a will, BGU326ii9 (ii A.D.).    2 in bad sense, superfluous, useless, οὐδέ τι τοῦ παντὸς κενεὸν πέλει οὐδὲ π. Emp.13 ; μόχθος π. A.Pr.385, cf. S.Ant.780; π. κἀνόνητα σώματα Id.Aj.758; βάρος π. γῆς ἀναστρωφώμενοι Id.Fr.945; ἄχθος Id.El.1241 (lyr.); τὰ γὰρ π. πανταχοῦ λυπήρ' ἔπη Id.Fr.82; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν A.Th.1048; π. πάντες οὑν μέσῳ λόγοι E.Med.819; π. φωνῶν Id.Supp.459.    3 excessive, extravagant, μηχανᾶσθαι περισσά commit extravagances, Hdt.2.32 ; περισσὰ δρᾶν, πράσσειν, to be over-busy, S.Tr.617, Ant.68; π. φρονεῖν to be over-wise, E.Fr.924 (anap.); ἡ π. αὕτη ἐπιμέλεια τοῦ σώματος Pl.R.407b; μῆκος πολὺ λόγων π. Id.Lg. 645c; redundant, overdone, οἱ καρτεροὶ καὶ π. λόγοι Id.Ax.365c, etc.; of dress, ἐσθὴς π. Plu.2.615d; περισσοτέρα λύπη 2 Ep.Cor.2.7; τοῦ τὰ δέοντ' ἔχειν περιττὰ μισῶ I hate extravagance in comparison with moderation, Alex.254, etc.    4 of persons, over-wise, over-curious, περισσὸς καὶ φρονῶν μέγα E.Hipp.445, cf.Ba.429(lyr.); ὁ πολυπράγμων καὶ π. Plb.9.1.4; τὴν περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ π. Plu.Cic.8; so, of speakers, π. ἐν τοῖς λόγοις Δημοσθένης Aeschin.1.119.    5 as a term of praise, subtle, acute, ἀκριβὴς καὶ π. διάνοια Arist.Top. 141b13.    III Arith., ἀριθμὸς π. an odd, uneven number, opp. ἄρτιος, Epich.170.7, Philol.5, Pl.Prt.356e, etc.; π. ἡμέραι Hp.Aph. 4.61 ; τὸ π. καὶ τὸ ἄρτιον the nature of odd and even, Pl.Grg.451c, etc.; π. χῶραι the odd places in a verse, Heph.5.1 ; ἀρτιάκις π. ἀριθμός a number divisible by an odd number an even number of times, as 2, 6, 10, Euc.7 Def.9.    IV περισσότεροι more in number, extra, Carnead. ap. S.E.M.9.140.    V περιττόν, τό, = στρύχνος μανικός, θρύον 11, Thphr.HP9.11.6; περισσόν Dsc.4.73; περίσκον Orib.12.8.56.    B Adv. περισσῶς extraordinarily, exceedingly, θεοσεβέεες π. ἐόντες Hdt.2.37; ἐπαινέσεται π. E.Ba.1197 (lyr.); π. παῖδας ἐκδιδάσκεσθαι to have them educated overmuch, Id.Med.295; περιττοτέρως τῶν ἄλλων far above all others, Isoc.3.44; περισσότερον τοῦ ἑνός Luc. Pr.Im.14; also περισσά Pi.N.7.43, E.Hec.579, etc.    2 remarkably, περισσότερον τῶν ἄλλων θάψαι τινά more sumptuously, Hdt.2.129 ; οἴκησις π. ἐσκευασμένη Plb.1.29.7; περιττότατα ἔχειν to be most remarkable, Arist.HA589a31 ; κοσμουμένη π. καὶ σεμνῶς Plu.2.145e; περισσότατα ἀνθρώπων θρησκεύειν in the most singular way, D.C.37.17; ἡδέως καὶ π. in an uncommon manner, D.H.Comp.3; εἰπεῖν στρογγύλως καὶ π. Id.Is.20 ; ἰδίως καὶ π. Plu.Thes.19 ; τὰ καινῶς ἱστορούμενα καὶ π. Id.2.30d.    3 abundantly, ἐχέτω π. τῆς κρόκης Alciphr.3.41.    4 with a neg., οὐδὲν περισσὸν τούτων nothing more than or beyond these, Antipho 3.4.6 ; οὐδὲν τῶν ἄλλων περιττότερον πραγματεύεσθαι Pl.Ap.20c ; οὐδὲν π. ἢ εἰ . . no otherwise than if... Id.Smp. 219c; περισσόν alone, furthermore, LXX Ec.12.12,al.    5 τὰ περισσά in vain, AP12.182 (Strat.).    II ἐκ περιττοῦ superfluously, uselessly, Pl.Prt.338c, Sph.265e ; but ὑπερέχειν ἐκ π. to be far superior, Id.Lg.734d, cf. 802d ; ἡ κάμινος ἐκαύθη ἐκ π. Thd.Da.3.22; ἐκ π. χρησάμενος τῇ παρρησίᾳ Luc.Pro Merc.Cond.13; cf. ὑπερεκπερισσοῦ.