μέλπομαι
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (Slater)
μέλπομαι
1 celebrate with song Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννυχίαι (P. 3.78) χρυσαμπύκων μελπομενᾶν ἐν ὄρει Μοισᾶν (P. 3.90) ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου καλὰ μελπόμενος (N. 1.20) Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα μελπόμεναι (Pae. 6.17) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (Hermann: μέλπομεν. codd.) fr. 75. 11.