γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ῥόθῐα (τά) 1 breakers met. ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)