ἁγιαστικός

From LSJ
Revision as of 11:44, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek (Liddell-Scott)

ἁγιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ προωρισμένος εἰς καθιέρωσιν. Ἀθαν, 1, 109· ἔλαιον κτλ. Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
santificador ref. al Espíritu Santo ἡ ἁ. ἐνέργεια Ath.Al.M.26.580A, τὸ πνεῦμα ... πάσης τῆς κτίσεως ... ἁγιαστικόν Gr.Nyss.Ref.Eun.317.7, ἡ ἁ. δύναμις Basil.Ep.214.4
esp. en la herejía pneumatómaca (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον) θεότητος ... ἀπολειπόμενον, ἁγιαστικῆς ... πεπληρωμένον Eunom.Cyz.Apol.25
pero como cualidad propia de la Trinidad en la refutación de esa herejía ἡ ἁ. ἐξουσία Basil.Ep.189.7.