ἁγιαστικός
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ προωρισμένος εἰς καθιέρωσιν. Ἀθαν, 1, 109· ἔλαιον κτλ. Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
santificador ref. al Espíritu Santo ἡ ἁ. ἐνέργεια Ath.Al.M.26.580A, τὸ πνεῦμα ... πάσης τῆς κτίσεως ... ἁγιαστικόν Gr.Nyss.Ref.Eun.317.7, ἡ ἁ. δύναμις Basil.Ep.214.4
•esp. en la herejía pneumatómaca (τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον) θεότητος ... ἀπολειπόμενον, ἁγιαστικῆς ... πεπληρωμένον Eunom.Cyz.Apol.25
•pero como cualidad propia de la Trinidad en la refutación de esa herejía ἡ ἁ. ἐξουσία Basil.Ep.189.7.