ἀναπόθετος
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ον,
A not stored up, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόθετος: ὁ μὴ ἀποτεθειμένος, «ἀταμίευτα, ἀδιοίκητα, ἀναπόθετα» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
imperecedero ἀναπόθετον ... τὴν τοῦ Σωτῆρος ... βασιλείαν Cyr.Al.M.68.748B.