διαμαχητέον

From LSJ
Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek (Liddell-Scott)

διαμᾰχητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ διαμάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 241D (διάφ. γραφ. διαμαχετέον), ὁ αὐτ. Πολ. 380Β.

Spanish (DGE)

v. διαμαχετέον.