εἰκονολάτρης
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek (Liddell-Scott)
εἰκονολάτρης: -ου, ὁ, λατρεύων εἰκόνας, Νικηφ. Κων/πόλεως τ. 1, σ. 500.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ adorador de imágenes ἵνα τοὺς ... εἰκονολάτρας ... ὑποτάξῃ Agathan.V.Gr.Ill.34.