ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
διπλοκαρδία: ας, ἡ, διπροσωπία, Βαρνάβ. 20.
-ας, ἡdoblez de corazón ὑποκρίσεις, δ., δόλος Didache 5.1, cf. Ep.Barn.20.1c.