πριονωτός
From LSJ
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ή, όν, (as if from πριονόω)
A made like a saw, jagged, serrated, στόμια Ar.Fr.58; [τοῦ κρανίου] τὸ π. μέρος ῥαφὴ [καλεῖται] Arist.HA516a15; π. δράκοντες with serrated crests, Philostr.VA3.7; π. τῇ λοφίᾳ Philostr.Jun.Im. 4; ἡ π. τειχοποιία, of a warlike engine, Ph.Bel.83.8.